Διπλή Διάγνωση
Εισαγωγή
Η εξάρτηση σε διάφορες ουσίες ή συμπεριφορές αποτελεί σαφώς ένα κοινωνικό σύμπτωμα αλλά παράλληλα εκδηλώνεται σαν μια βαρύτατη παθογόνα ασθένεια στον εξαρτημένο και στο περιβάλλον του. Ο χρήστης ουσιών ή εξαρτησιογόνων συμπεριφορών (όπως ο τζόγος, οι καταναγκαστικές αγορές, τα παιχνίδια ρόλων στο ιντερνέτ, κ.α.) στην αρχή και κατά την διάρκεια του εθισμού μπαίνει ταυτόχρονα σε μια διαδικασία στην οποία αλλάζει αναγκαστικά και η συμπεριφορά του, τα συναισθήματά του και ο τρόπος σκέψης του. Ο εξαρτημένος συχνά βρίσκεται να είναι πιο αποστασιοποιημένος, να αποφεύγει να αντιμετωπίσει δύσκολες αλλά και απλές καταστάσεις, να έχει ευμετάβλητη διάθεση, μεταβολές στη διάρκεια του ύπνου ή και της λήψης τροφής, ενώ συχνά παρουσιάζει συμπτώματα που εύκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν «ψυχιατρικά», όπως η διέγερση, η επιθετικότητα, το αίσθημα μεγαλείου, οι αναφερόμενες παραισθήσεις, η «κατάθλιψη», κ.α.
Η ίδια η ασθένεια του εθισμού λοιπόν δημιουργεί μια μπερδεμένη εικόνα που θα μπορούσε να παραπέμψει σε διάφορες ψυχιατρικές παθήσεις ακόμα και τον κλινικό επιστήμονα (ψυχίατρο, ψυχολόγο, νοσηλευτή), πόσο μάλλον την οικογένεια και το ευρύτερο περιβάλλον του εξαρτημένου. Η εξέταση της περίπτωσης της διπλής διάγνωσης συνεπώς αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό αλλά και ευαίσθητο κομμάτι της θεραπείας («απεξάρτησης»).
Ορισμός, περί-ορισμοί
Με τον όρο συννοσυρότητα, ή διπλή διάγνωση, στον εθισμό, αναφερόμαστε στην ταυτόχρονη παρουσία δυο δυσκολιών, την ασθένεια του εθισμού και κάποιας ψυχιατρικής πάθησης. Σημαντικά κριτήρια για τον ειδικό επιστήμονα αναφορικά με την διπλή διάγνωση αποτελούν τόσο η χρονικότητα των αναφερόμενων ως ψυχιατρικά συμπτώματα, δηλαδή σε ποια φάση της θεραπείας παρατηρούνται και πόσο διαρκούν, αλλά και η ενδεχόμενη σύνδεση των συμπτωμάτων αυτών με την συμπτωματολογία της ίδιας της ασθένειας του εθισμού.
Συγκεκριμένα, η διπλή διάγνωση μπορεί να έχει υπόσταση μόνο εφόσον η σχετική συμπτωματολογία του εθισμού (π.χ. στερητικό σύνδρομο) δεν προκαλεί συμπτώματα ψυχιατρικής πάθησης (π.χ. παραλήρημα, ψευδαισθήσεις κ.λπ.) ή και το αντίθετο. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο ασθένειες πρέπει να είναι εξίσου σημαντικές στην ίδια χρονική περίοδο για να διαγνωστεί συνοσηρότητα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελεί ο εξαρτημένος στο αλκοόλ, που πάσχει ταυτόχρονα από κατάθλιψη, ο εξαρτημένος στην ηρωίνη, που πάσχει από ψύχωση και ο εξαρτημένος σε ψυχοδιεγερτικές ουσίες (κοκαΐνη, LSD κ.λπ.), που πάσχει από κάποια διαταραχή προσωπικότητας. Από την άλλη πλευρά ο ασθενής, που πάσχει από μανιοκατάθλιψη και για συγκεκριμένες περιόδους διέγερσης κάνει χρήση αλκοόλ και ο εθισμένος στις ουσίες, που παρουσιάζει συγχητικό επεισόδιο κατά την διάρκεια του στερητικού συνδρόμου δεν θα ακολουθούσε τα κριτήρια της Διπλής Διάγνωσης.
Υπάρχει σημαντική βιβλιογραφία σχετικά με την διπλή διάγνωση, στην οποία συναντάμε τόσο την θέση ότι η εξάρτηση μπορεί να προκαλέσει κάποια ψυχική πάθηση, όσο και την θέση ότι η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών ή συμπεριφορών μπορεί να αποτελέσει μια προσπάθεια «αυτοθεραπείας» κάποιας ψυχιατρικής συμπτωματολογίας (για παράδειγμα η χρήση οπιοειδών στην ψύχωση, είτε η χρήση ψυχοδιεγερτικών σε περίπτωση κατάθλιψης).
Στη σχετική βιβλιογραφία με την επιδημιολογία της Διπλής Διάγνωσης αναφέρεται μια τυπολογία που συνδέει διάφορες ψυχιατρικές παθήσεις να συνυπάρχουν συχνά με κάποιο συγκεκριμένο τύπο ψυχοτρόπων ουσιών. Συγκεκριμένα, ασθενείς πάσχοντες από σχιζοφρένεια θα είχαν κάποια σχετική προτίμηση στις ψυχοδιεγερτικές ουσίες, καθώς αυτές κουκουλώνουν κάποια αρνητικά συμπτώματα της ασθένειας, όπως την απάθεια. Το αλκοόλ και οι βενζοδιαζεπίνες (ηρεμιστικά χάπια) μπορούν να μειώσουν προσωρινά κάποια ψυχωσικά συμπτώματα (άγχος, ψυχοκινητική ανησυχία κ.α.). Οι ψυχοδιεγερτικές ουσίες (κοκαΐνη, LSD κ.λπ.) χρησιμοποιούνται συχνά, σύμφωνα με αναφορές των ασθενών για να μειώσουν τις παρενέργειες του εξωπυραμιδικού συστήματος διαφόρων νευροληπτικών φαρμάκων, όπως την ακαθησία. Τέλος, αναφορικά με τα οπιούχα (ηρωίνη, μορφίνη, μεθαδόνη, βουπρενορφίνη, κ.α.) συχνά αναφέρεται από τους ασθενείς ότι καλύπτουν προσωρινά διάφορα ψυχωσικά συμπτώματα, όπως τη δυσφορία, την οργή, το άγχος, και την ετεροεπιθετικότητα. Εντούτοις, η χρήση ουσιών από ψυχιατρικούς ασθενείς είναι συχνά συμπτωματική και μπορεί να σχετιστεί περισσότερο με την ευκολία πρόσβασης σε κάποια συγκεκριμένη ουσία και λιγότερο με την δράση της ίδιας της ουσίας.
Παρόλ’ αυτά, το να προσπαθούμε να βρούμε μια αιτιατή σχέση σε ένα πρόβλημα με τόσες παραμέτρους κινδυνεύει να μας βάλει σε ένα μονοδιάστατο μοντέλο, όπου η μία αρρώστια, εκείνη της εξάρτησης ή της ψυχιατρικής πάθησης, θα καλυφθεί ή θα εξαφανιστεί από την άλλη. Αυτό μπορεί να γίνει τόσο στην κλινική αντιμετώπιση του περιστατικού όσο και στην έρευνα.
Αντιμετώπιση, θεραπεία
Ένας ασθενής με διπλή διάγνωση δεν έχει απαραίτητα χειρότερες προοπτικές αναφορικά με την θεραπεία του από έναν ασθενή που παρουσιάζει μόνο ψυχιατρική συμπτωματολογία είτε μόνο εκείνη της εξάρτησης. Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις, που προτείνονται συχνά είναι είτε η παράλληλη θεραπεία είτε η θεραπεία της μίας νόσου να προηγείται της άλλης. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, έχει καλύτερη αποτελεσματικότητα η παράλληλη αντιμετώπιση των ψυχιατρικών συμπτωμάτων με την ασθένεια της εξάρτησης σε ένα ενιαίο θεραπευτικό μοντέλο. Η προτεινόμενη θεραπευτική παρέμβαση αποτελείται από ομαδική και ατομική ψυχοθεραπεία παράλληλα με φαρμακοθεραπεία. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται επίσης στην αποκατάσταση του ασθενή μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον και στο γενικότερο κοινωνικό περίγυρο με την ταυτόχρονη παρέμβαση τόσο στον ασθενή όσο και στην οικογένεια, αλλά και την προετοιμασία του περιβάλλοντος στο οποίο θα επιστρέψει ο εξαρτημένος.
Συμπέρασμα, Συζήτηση
Η χρήση συνεπώς του όρου «Διπλή Διάγνωση» χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή λόγω της πιθανότητας λάθους στην διαφοροδιάγνωση των συμπτωμάτων του ασθενή, όσο και του στιγματισμού που συχνά προκαλεί η ταυτόχρονη ύπαρξη δύο ασθενειών, από οποιαδήποτε σκοπιά και να το δει κανείς, αυτή της εξάρτησης, ή την άλλη της ψυχιατρικής πάθησης. Παράλληλα, η ανακοίνωση της Διπλής Διάγνωσης στην οικογένεια ή και στον ίδιο τον ασθενή, μπορεί να προκαλέσει μείωση του κινήτρου για θεραπεία, είτε λόγω του στιγματισμού, είτε λόγω κάποιας διαδικασίας εκλογίκευσης του ασθενή ή της οικογένειας, του τύπου «αφού δεν θα γίνω ποτέ εντελώς καλά, γιατί να προσπαθώ ;».
Ο ασθενής που πάσχει από διπλή διάγνωση έχει ανάγκη από σωστή στήριξη και πληροφόρηση. Ειδικά στην προβληματική της Διπλής Διάγνωσης έχει μεγάλη σημασία η σύναψη μιας σωστής σχέσης εμπιστοσύνης του ασθενή τόσο με τον θεραπευτή, όσο και με το θεραπευτικό πλαίσιο γενικότερα. Οι ιδιαίτερες δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει στην θεραπεία του ο ασθενής έχουν συχνά βοηθήσει το κίνητρο για θεραπεία να μείνει δυνατό, ενώ μια αποτελεσματική θεραπευτική παρέμβαση μπορεί να επιτρέψει στον ασθενή να διαχειριστεί τα δυσάρεστα συμπτώματα της χρήσης ή της εξάρτησης που θα τον οδηγούσαν σε άλλες συνθήκες στην υποτροπή.
Δημήτρης Τσερπέλης