ECT Ηλεκτροσπασμοθεραπεία
Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία, παρά την εξέλιξη της ψυχοφαρμακολογίας, παραμένει αναντικατάστατη σε ορισμένες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, όπου αποτελεί θεραπεία εκλογής με ερευνητικά τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα και ασφάλεια.
Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία αντιπροσωπεύει μια αξιόπιστη, ασφαλή και αποτελεσματική θεραπευτική μέθοδο χωρίς σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Στην κλινική πράξη απαντάται και ως ECT (electroconvulsive therapy).
Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία εφαρμόζεται με τη συνεργασία αναισθησιολόγου με τη χρήση αναισθητικού, μυοχαλαρωτικού, συνεχή χορήγηση οξυγόνου και παρακολούθηση των ζωτικών σημείων του ασθενούς που μειώνουν πολύ την ανησυχία του.
Η διαδικασία είναι εντελώς ανώδυνη. Ο ασθενής παραμένει χαλαρός και ακίνητος και αφυπνίζεται μετά από λίγα λεπτά χωρίς να έχει αντιληφθεί τη διαδικασία που προηγήθηκε.
Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία, παρά την εξέλιξη της ψυχοφαρμακολογίας, παραμένει αναντικατάστατη σε ορισμένες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, όπου αποτελεί θεραπεία εκλογής με ερευνητικά τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα και ασφάλεια. Θεωρείται η αποτελεσματικότερη θεραπεία για τη μείζονα κατάθλιψη, αποτελεί δε θεραπεία εκλογής για την ανθεκτική και την ψυχωσική μορφή της νόσου. Ακόμη είναι πολύ αποτελεσματική στην υπερθυμία (Μανία) - μανιοκατάθλιψη, την κατατονία και σε ορισμένες μορφές σχιζοφρένειας<.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες από την εφαρμογή της περιλαμβάνουν την παροδική διαταραχή της πρόσφατης μνήμης, παροδική αύξηση των σφίξεων και της αρτηριακής πίεσης, καθώς και εμφάνιση ζάλης και κεφαλαλγίας χωρίς ιδιαίτερη κλινική σημασία.
Πρόσφατες απεικονιστικές και παθολογοανατομικές μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ηλεκτροσπασμοθεραπεία δεν προκαλεί δομική βλάβη στον εγκέφαλο ακόμη και σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε πολλαπλές συνεδρίες κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία επιφέρει βιοχημικές μεταβολές στους νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου και τις ορμόνες, ενώ παράλληλα αυξάνει τον επιληπτικό ουδό, διαδικασίες που σχετίζονται με το μηχανισμό δράσης της. Εφαρμόζεται δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα με συνολικό αριθμό συνεδριών έξι έως δώδεκα.
Για ασθενείς στους οποίους η φαρμακευτική προφύλαξη δεν είναι αποτελεσματική, χορηγούνται αναμνηστικές συνεδρίες με συχνότητα μια ανά μήνα για τρεις ως έξι μήνες ή και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Στην κλινική πράξη απαντάται και ως ECT (electroconvulsive therapy).
Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία εφαρμόζεται με τη συνεργασία αναισθησιολόγου με τη χρήση αναισθητικού, μυοχαλαρωτικού, συνεχή χορήγηση οξυγόνου και παρακολούθηση των ζωτικών σημείων του ασθενούς που μειώνουν πολύ την ανησυχία του.
Η διαδικασία είναι εντελώς ανώδυνη. Ο ασθενής παραμένει χαλαρός και ακίνητος και αφυπνίζεται μετά από λίγα λεπτά χωρίς να έχει αντιληφθεί τη διαδικασία που προηγήθηκε.
Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία, παρά την εξέλιξη της ψυχοφαρμακολογίας, παραμένει αναντικατάστατη σε ορισμένες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, όπου αποτελεί θεραπεία εκλογής με ερευνητικά τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα και ασφάλεια. Θεωρείται η αποτελεσματικότερη θεραπεία για τη μείζονα κατάθλιψη, αποτελεί δε θεραπεία εκλογής για την ανθεκτική και την ψυχωσική μορφή της νόσου. Ακόμη είναι πολύ αποτελεσματική στην υπερθυμία (Μανία) - μανιοκατάθλιψη, την κατατονία και σε ορισμένες μορφές σχιζοφρένειας<.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες από την εφαρμογή της περιλαμβάνουν την παροδική διαταραχή της πρόσφατης μνήμης, παροδική αύξηση των σφίξεων και της αρτηριακής πίεσης, καθώς και εμφάνιση ζάλης και κεφαλαλγίας χωρίς ιδιαίτερη κλινική σημασία.
Πρόσφατες απεικονιστικές και παθολογοανατομικές μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ηλεκτροσπασμοθεραπεία δεν προκαλεί δομική βλάβη στον εγκέφαλο ακόμη και σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε πολλαπλές συνεδρίες κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία επιφέρει βιοχημικές μεταβολές στους νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου και τις ορμόνες, ενώ παράλληλα αυξάνει τον επιληπτικό ουδό, διαδικασίες που σχετίζονται με το μηχανισμό δράσης της. Εφαρμόζεται δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα με συνολικό αριθμό συνεδριών έξι έως δώδεκα.
Για ασθενείς στους οποίους η φαρμακευτική προφύλαξη δεν είναι αποτελεσματική, χορηγούνται αναμνηστικές συνεδρίες με συχνότητα μια ανά μήνα για τρεις ως έξι μήνες ή και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.